σπανότεκνος

σπανότεκνος
-ον, Α
αυτός που έχει λίγα παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ-τεκνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σπανότεκνον — σπανότεκνος with too few children masc/fem acc sg σπανότεκνος with too few children neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανοτέκνους — σπανότεκνος with too few children masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανοτέκνων — σπανότεκνος with too few children masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανότεκνοι — σπανότεκνος with too few children masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανοτεκνία — ἡ, Α [σπανότεκνος] έλλειψη παιδιών …   Dictionary of Greek

  • σπανόσπερμο — και σπανιόσπερμος, ον, Α 1. αυτός που έχει λίγο σπέρμα ή σπόρο 2. σπανότεκνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. λεπτό σπερμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”